- υψηλοφανής
- -ές, Ααυτός που φαίνεται υψηλός.επίρρ...ὑψηλοφανῶς Μμε υψηλοφανή τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φανής (< φαίνω), πρβλ. μεγαλο-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψηλοφανέστατα — ὑψηλοφανής appearing sublime adverbial superl ὑψηλοφανής appearing sublime neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)